- ἔκδικος
- ἔκδικοςlawlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἔκδικος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκδικος — ο (AM ἔκδικος, ον) 1. εκδικητής, εκδικητικός, τιμωρός 2. υπερασπιστής 3. αξιωματούχος τής εκκλησίας εξουσιοδοτημένος για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τής Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων αρχ. 1. παράνομος, άδικος 2. νόμιμος αντιπρόσωπος,… … Dictionary of Greek
Άβιτος, Σέξτος Άλκιμος Έκδικος — (450 – 518 μ.Χ.).Επίσκοπος Βιέννης, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ήταν μορφωμένος, ενάρετος και ανέπτυξε πλούσια αποστολική και συγγραφική δράση. Καταπολέμησε με ιδιαίτερη επιτυχία τις διάφορες αρειανικές … Dictionary of Greek
ἐκδίκως — ἔκδικος lawless adverbial ἔκδικος lawless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδικον — ἔκδικος lawless masc/fem acc sg ἔκδικος lawless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭКДИК — • Έκδικος, государственный адвокат, который должен был блюсти интересы государства и выступал преимущественно в делах фиска как адвокат и обинитель во имя государства; называется также cognitor civitatis. Cic. ad. fam. 13, 56. Plin.… … Реальный словарь классических древностей
ἐκδικώτατοι — ἔκδικος lawless masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκδίκοις — Ἔκδικος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδίκοις — ἔκδικος lawless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκδίκου — Ἔκδικος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)